- ἐφαπτομένου
- ἐφάπτωbind onpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… … Dictionary of Greek
μερκατορικός — ή, ό 1. (για γεωγραφικό χάρτη) αυτός που έχει κατασκευαστεί με βάση το σύστημα προβολής που επινόησε ο Φλαμανδός μαθηματικός και γεωγράφος Ζεράρ Μερκάτορ τον 16ο αιώνα 2. φρ. «μερκατορική προβολή» επίπεδη απεικόνιση τής Γης που επινοήθηκε από τον … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek